καταλάλους

καταλάλους
κατάλαλος
slanderer
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ψιθυριστής — ὁ, Α [ψιθυρίζω] 1. (συν. ως προσωνυμία τού Ερμού και τού Έρωτος) αυτός που ψιθυρίζει 2. υβριστής, συκοφάντης («μεστοὺς φθόνου, ἔριδος, δόλου, ψιθυριστάς, καταλάλους», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”